- ντερβενάκι
- τοβλ. δερβενάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερβενάκι — και ντερβενάκι, το 1. στενή δίοδος στα βουνά 2. στον πληθ. Δερβενάκια (τόπων.) ονομασία διαφόρων στενών διαβάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. δερβένι] … Dictionary of Greek